24 Απριλίου 1821, Μνήμη Ἀθανασίου Διάκου. Μνήμη Ἀριστ. Βαλαωρίτη.
Ἀθανάσιος Διάκος πίνακας τοῦ Διονυσίου Τσόκου
Δημοσιεύθηκε στό Ἄρωμα Λευκάδας στίς 22.4.2021
Ὁ Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης δημοσίευσε τό 1867 τά ποιήματά του, Ἀθανάσιος Διάκος καί Ἀστραπόγιαννος. Ὅπως πάντα ὁ Βαλαωρίτης προτάσσει ἱστορικά στοιχεῖα καί βιογραφικά τῶν ἡρώων πού πραγματεύεται, ἀλλά καί σημαντικά σχόλια στό τέλος κάθε ἅσματος.
Ὁ Ἀθανάσιος Διάκος γεννήθηκε τό 1788 στήν Ἀρτοτίνα τῆς Φωκίδας καί πέθανε μαρτυρικά στήν Λαμία ὅπου μεταφέρθηκε μετά τήν δραματική μάχη τῆς Ἀλαμάνας, στίς 24 Ἀπριλίου τό 1821. Στήν Ἀλαμάνα κοντά σέ μιά ἄλλη θρυλική μάχη, αὐτή τῶν
Θερμοπυλῶν. Προερχόταν ἀπό οἰκογένεια ἀρματολῶν καί παρά τό ὅτι ὁ πατέρας του τόν πῆγε σέ μοναστῆρι, κάποια στιγμή πέταξε τό ράσο καί ντήθηκε τήν στολή τοῦ ἁρματωλοῦ. Ἡ διήγησης τοῦ Βαλαωρίτη εἶναι πολύ λεπτομερής καί συγκινητική. Θά σταθῶ σέ ἕνα μόνο σημεῖο τῆς διηγήσεως. Ἀφορᾶ στό διάσημο δίστιχο, τό ὁποῖο φέρεται νά εἶπε ὁ Διάκος πρίν πεθάνει καί προτάσσει στό ἔργο του.
Γιά δες καιρό πού διάλεξε ὁ ὁ χάρος νά μέ πάρει,
τώρα πού ἀνθίζουν τά κλαριά καί βγάζει ἡ γῆ χορτάρι.
Ὅπως γρά φει ὁ ποιητής τό ἄκουσε ἀπό μιά χαροκαμένη μάνα πού μοιρολογοῦσε τό παιδί της, πάνω στόν τάφο του, τραγουδώντας του ὅλα τά μοιρολόγια πού ἤξερε. Μεταξύ αὐτῶν καί τό παραπάνω δίστιχο, πού ἦταν σάν μιά ἀπάντηση τοῦ παιδιοῦ στήν μάνα. Ἕνα δίστιχο βγαλμένο ἀπό τήν λαϊκή μοῦσα.
Στήν μνήμη τοῦ μεγάλου ἀγωνιστή γιά την ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδας ἀλλά καί τοῦ μεγάλου ποιητῆ πού ὕμνησε τόν τραγικό αὐτό ἥρωα, ἀφιερώνουμε τό ἕκτο καί τελευταῖο ἄσμα ἀπό τόν Ἀθανάσιο Διάκο.
Ἐλαιογραφία τοῦ Σπ. Προσαλέντη.
ΑΣΜΑ ΕΚΤΟΝ
ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ
Ποτέ τοῦ ἥλιου ἡ εὐμορφιά, ποτέ τῆς γῆς ἡ νιότη
κ᾿ ἡ περηφάνεια τοῦ βουνοῦ, τοῦ δέντρου ἡ πρασινάδα
κ᾿ ἡ λευθεριά τοῦ ξεφτεριοῦ, ποτέ τόση γλυκάδα,
τόση κρυφή μοσχοβολιά δέν ἔχυσαν τριγύρω
στό Διάκο, πού ψυχομαχᾶ. Τυφλή καί μανιωμένη
τόν ἐκυλοῦσε ἡ Λιαπουριά. – Κεχρί παραδομένο
στά δόντια τοῦ νερόμυλου, τριμμόψυχα ριμμένη
μές τό λαρύγγι ἑνός θεριοῦ, προσάναμμα, ἀποκλάδι,
χλωροκομμένο φρύγανο, πού τὄβοσκεν ἡ φλόγα,
ὁλόγυρά του ἐκύτταζε, σάν νἄθελεν- ἀκόμα
νά καταπιῆ μέ μιά ματιά, νά κρύψη στήν ψυχή του
τήν ἔρμη τήν πατρίδα του κ᾿ ἐκεῖ στόν ἄλλον κόσμο
νά τήνε πάρη συντροφιά. – Ἐπέρασε ἀπ᾿ τό νοῦ του
φτωχή, κακογεράματη κ᾿ ἡ δύστυχή του ἡ μάννα
μήν ἔρθη ὥρα γιά ψωμί τό χέρι της ν᾿ ἁπλώση,
καί μήν πεθάνη νηστική. Ἐπάγωσε ἡ καρδιά του
κ᾿ ἕνα κελάδημα γλυκό, πλασμένο μ᾿ ὅλα τ᾿ ἄνθη,
πού τρέφ᾿ ὁ κῆπος τῆς ζωῆς, τοῦ φύτρωσε στά χείλη·
«Γιά ἰδές καιρό πού ἐδιάλεξεν ὁ Χάρος νά μέ πάρη,
τώρα π᾿ ἀνθίζουν τά κλαριά, πού βγάν᾿ ἡ γῆ χορτάρι».
Λές κ᾿ ἤθελε πρίν ἀνεβῆ στοῦ Πλάστη του τόν κόρφο,
τή ραγισμένη του καρδιά νά σχίση γιά νά φύγουν
τῆς νιότης του τ᾿ ἀρώματα, πού δέν χωροῦν στό μνῆμα.
Τόν ἐπατοῦσαν τ᾿ ἄλογα κι᾿ ἄγρια μεθυσμένα
τόνε δαγκοῦν στό πρόσωπο. Τ᾿ ἀγέρι, φορτωμένο
φοβέρες καί περίγελα καί φλογισμένα χνῶτα,
τριγύρω του ἐκουφόβραζε… Κανένα χηλιδόνι
δέ φαίνεται στόν οὐρανό νά τόν παρηγορήση…
Ὁ δρόμος ἀτελείωτος! Δεξιά, ζερβά του τοῖχος
ἀνταριασμένοι οἱ Γκέγκηδες… τούς ἀνακράζει ὁ Διάκος…
«Δέν εἶν᾿ κανένας ἀπό σᾶς καθάριος Ἀρβανίτης
νά ἐντρέπεται τή γύμνια μου, τήν καταφρόνησή μου,
νά μοῦ φυτέψη ψυχικό στό μέτωπο ἕνα βόλι; …»
Βουβοί, δέν ἐταράχτηκαν τόνε θωροῦν μέ τρόμο.
Ἐφούσκωνε ὁ κατακλυσμός… Στό διάβα του ἕνας χτύπος
ἀκούστηκε μικρός … μικρός, σάν νἆχε ἁπλώσει χέρι
μήπως ἐξύπνησε κανείς, ὁποῦ ἦταν παλληκάρι;…
Ξαφνίστηκε ὁ Χαλήλμπεης…
– Σκυλί, ὅποιος κι᾿ ἄν εἶσαι,
τόν ἔχω λάβει χάρισμα … εἶναι δικό μου ψώνι…
Μάθε το … κάτου τ᾿ ἄρματα…
Καί σάν τή νυχτερίδα
κολλάει στοῦ Διάκου τά μαλλιά. Ξανάφτουνε οἱ φονιάδες.
Ἁψώνει πάλ᾿ ὁ θόρυβος. Τρέχουν, πηδοῦνε, σκούζουν
κι᾿ ἀποσταμένοι πλακωτοί στοῦ ρουπακιοῦ τόν ἴσκιο
ἀράζουνε καί στέκονται. Ἀκίνητος ὁ γύφτος
τό φοβερό τό σύνεργο στά χέρια του ἐκρατοῦσε,
τοῦ Χάρου παραβλάσταρο, τοῦ τάφου σημαδούρι.
Ἐμπρός του, πίσω του βαθιά, διχαλωτοί δυό ψῆστες
Μπηγμένοι βρίσκονται στή γῆ. Ὁ πρῶτος στό κεφάλι,
ὁ δεύτερος στήν ποδαριά. Σωρός χλωρά κλωνάρια
καί θράκια πού ξεσπίθιζαν… Τό δέντρο παραστάτης.
«Πλάστη μεγαλοδύναμε! Χριστέ! παράλαβέ με.
Βρέξε στή φλόγα μου δροσιά καί κάμε αὐτήν τή στάχτη
πού θά ν᾿ ἀφήση τό κορμί τοῦ δούλου σου, Πατέρα,
νά μή τήν πάρη ὁ ἄνεμος καί νά μή μείνη στείρα».
Εἶπε καί παραδόθηκε. Δεμένος στό δρομάρι,
ὁ μάρτυρας σιγά σιγά παρακαλεῖ τή φλόγα
μέ τόν καπνό τή σάρκα του, ποὖταν γυμνή, νά κρύψη.
Γυρίζει ὁ γύφτος τό σουβλί… Τό χέρι του ἀνεμίδι…
Κι ὅταν ἐμένανε νεκρά καμιά φορά ἀπό δείλια
τ᾿ ἀφορεσμένα δάχτυλα καί τ᾿ ἄφρυγεν ἡ πύρη,
τότε ξυλιές καί σάλαγος, κεντήματα καί πέτρες.
Φωνάζει κι᾿ ὁ Χαλήλμπεης…
– Παλιόγερε, ἀνδρειέψου! …
Μέριασε ἐκεῖνο τό δαυλί… γιά ἰδές, ἀνάθεμά το!
τί γλῶσσες ὁπού ἐπέταξε, καί πῶς τόν ἔχει ζώσει!…
Θά τόν ρουφήξη γρήγορα… Ταράξου! … μέριασέ το! …
Κι᾿ ὅσο κι᾿ ἄν ἔσπρωχνε ὁ φονιάς τό μυστικό τό ξύλο,
τόσο ὁ καπνός τόν ἔπνιγε, τόσο θεριεύει ἡ φλόγα.
Διώχνει τό γύφτο ἡ ἀναλαμπή, κι᾿ ὁ κόσμος τρομασμένος
φεύγει τό στόμα τοῦ στοιχιοῦ. Ἀνάφτουν τά δεμάτια
ποὖσαν τριγύρω σωριαστά… Τοῦ ρουπακιοῦ τά φύλλα
φωτοκαμένα ρέβουνε… Κανένας δέν ξανοίγει
ποὖναι τοῦ Διάκου τό κορμί σ᾿ αὐτήν τήν καταβόθρα…
Κατακαθίζουν οἱ φωτιές. Τρέχουν σιμά μέ φόβο…
Ἄφαντο τ᾿ ἅγιο λείψανο!… Σκαλίζουνε τή στάχτη
μήν εὕρουν ἕνα κόκκαλο, μή ἰδοῦν ἕνα σημάδι…
Τίποτε! … Δέν πιστεύουνε… Σκάφτουνε, ξεδιαλέγουν
τά πεθαμένα κάρβουνα… Τίποτε!… Χτύπα, κέντα,
μιά σπίθ᾿ ἀσγράφτει ἀπό τή γῆ… Σηκώνουνε τά μάτια
καί βλέπουν ἕνα φτερωτό, χρυσό δακτυλιδάκι,
πού ἀνέβαινε στόν οὐρανό… Πότε, Θανάση, πότε;
θά νἄρθη πάλι νά μᾶς βρῆ καί ποιός θά τό φορέση
τό φυλαχτό σου τ᾿ ἀκριβό;… Πότε, Θανάση, πότε; …
Ρυάζονται, φεύγουν τα θεριά. Κλεφτά κλεφτά κι᾿ ὁ γύφτος
χωνεύει στήν κουφάλα του. Κανείς δέν ἐπομένει
παρ᾿ οἱ ἀχτίδες τοῦ ἡλιοῦ, πού ἀσπάζονται τό μνῆμα!