30 Μαρτίου 1822. Ἡ Σφαγή τῆς Χίου ὁ Ντελακρουά καί ὁ Β. Οὐγκώ.
Ἀπόσπασμα ἀπό τόν πίνακα τοῦ Ντελακρουά: Ἡ Σφαγή τῆς Χίου
Οἱ δραματικές θυσίες τῶν Ἑλλήνων κατά τήν ἐπανάσταση τοῦ 1821 συγκίνησαν τήν Εὐρώπη μέ ἀποτέλεσμα τήν δημιουργία, ὡς γνωστόν, ἑνός μεγάλου κινήματος φιλελληνισμοῦ, πού ἐκφράσθηκε μέ πολλούς τρόπους. Πέραν αὐτῶν πού ἦρθαν καί πολέμησαν καί ἔδωσαν τήν ζωή τους στόν ἀγῶνα τῶν Ἑλλήνων, μεγάλη συμμετοχή εἶχαν καί οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι καί οἱ καλλιτέχνες.
Ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση δέν ἔμοιαζε μέ τήν ἀμερικανική (1775-1783) πού ἦταν πόλεμος ἀποίκων κατά τῆς κυρίαρχης ἀποικιοκρατικῆς δυνάμεως ,τῆς Ἀγγλίας, οὔτε ἔμοιαζε μέ τήν Γαλλική (1789-1799) πού ἦταν καθαρά ταξική, ὅπου οἱ ἐξαθλιωμένοι πολίτες ἐπαναστάστησαν κατά μιᾶς ἄρχουσας τάξεως πού ζοῦσε σέ ἀπίστευτη χλιδή».
Ἡ ἑλληνική Ἐπανάσταση τῆς δεκαετίας ταῦυ 1820, ὅπως ἔγραψε ὁ ἄγγλος ἱστορικός Ρόντρικ Μπίτον ἦταν τό πρῶτο ἐπιτυχημένο ἐθνικοαπελευθερωτικό κίνημα στόν Παλαιό Κόσμο τῆς Εὐρώπης. Ὁ κατάλογος τῶν εὐρωπαϊκῶν κρατῶν πού δημιουργήθηκαν στή συνέχεια μέ βάση τό ἑλληνικό μοντέλο εἶναι μακρύς σέ ὅλη τήν Εὐρώπη. Ὁ μεγάλος φιλελληνισμός εἶχε ὅπως φαίνεται καί βαθύτερα αἴτια.
Γιά τήν ἐπίτευξη ὅμως τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ οἱ Ἕλληνες τῆς περιόδου αὐτῆς ξεπέρασαν τά ὅρια τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεώς τους καί πέρασαν σέ ἕνα πάνθεον πού ἐμεῖς σήμερα, οἱ προσκυνημένοι, δέν μποροῦμε νά δοῦμε οὔτε μέ τηλεσκόπιο.
Ἡ σφαγή τῆς Χίου μαζί μέ τήν ἔξοδο τοῦ Μεσολογγίου ἦταν οἱ κορυφαῖες στιγμές πού μέ τήν μεγάλη τους θυσία κατατάραξαν ὅλη τήν Εὐρώπη. Καί ἄν δέν μποροῦμε νά εἴμασε σάν καί αὐτούς, ἄς μή τούς ξεχνᾶμε τουλάχιστον, ὡς ἔνδειξη ὀφειλόμενης τιμῆς.
Σάν σήμερα ἔγινε ἡ φοβερή σφαγή τῆς Χίου, ὅπου ἀπό τούς 150.000 ἀνθρώπους μείνανε ζωντανοί περίπου 1000 μέ 2000. Ὁ γάλλος ζωγράφος Ντελακρουά ἀπεικόνισε τήν τραγωδία μέσα ἀπό καταπληκτικούς πίνακες. Καί ὁ μεγάλος Βίκτωρ Οὐγκώ μέσα ἀπό τά πολλά γραφόμενά του. Ἰδιαίτερα γιά τήν σφαγή τῆς Χίου παραθέτουμε τό συγκλονιστικό του ποίημα Τό Ἑλληνόπουλο σέ μετάφραση τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ.
Τό Ἑλληνόπουλο τοῦ Βίκτορος Οὐγκώ
Μετάφραση: Κωστῆς Παλαμᾶς.
Τοῦρκοι διαβῆκαν. Χαλασμός, θάνατος πέρα ὡς πέρα.
῾Η Χίο, τ’ ὁλόμορφο νησί, μαύρη ἀπομένει ξέρα,
μὲ τὰ κρασιά, μὲ τὰ δεντρά
τ’ ἀρχοντονήσι, ποὺ βουνὰ καὶ σπίτια καὶ λαγκάδια
καὶ στὸ χορὸ τὶς λυγερὲς καμιὰ φορὰ τὰ βράδια
καθρέφτιζε μέσ’ στὰ νερά.
᾽Ερμιὰ παντοῦ. Μὰ κοίταξε κι ἀπάνου ἐκεῖ στὸ βράχο,
στοῦ κάστρου τὰ χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο
κάθεται, σκύβει θλιβερὰ
τὸ κεφαλάκι, στήριγμα καὶ σκέπη τοῦ ἀπομένει
μόνο μιὰ ν’ ἄσπρη ἀγράμπελη σὰν αὐτὸ ξεχασμένη
μέσ’ στὴν ἀφάνταστη φθορά.
-Φτωχὸ παιδί, ποὺ κάθεσαι ξυπόλυτο στὶς ράχες
γιὰ νὰ μὴν κλαῖς λυπητερά, τ’ ἤθελες τάχα νά ̓χες
γιὰ νὰ τὰ ἰδῶ τὰ θαλασσὰ
ματάκια σου ν ̓ ἀστράψουνε, νὰ ξαστερώσουν πάλι,
καὶ νὰ σηκώσῃς χαρωπὰ σὰν πρῶτα τὸ κεφάλι
μὲ τὰ μαλλάκια τὰ χρυσά;
Τί θέλεις, ἄτυχο παιδί, τί θέλεις νὰ σοῦ δόσω
γιὰ νὰ τὰ πλέξῃς ξέγνοιαστα, γιὰ νὰ τὰ καμαρώσω
ριχτὰ στοὺς ὤμους σου πλατιὰ
μαλλάκια ποὺ τοῦ ψαλλιδιοῦ δὲν τἄχει ἀγγίξει ἡ κόψη,
καί σκόρπια στὴ δροσάτη σου τριγύρω γέρνουν ὄψη
καὶ σὰν τὴν κλαίουσα τὴν ἰτιά;
Σὰν τί μποροῦσε νὰ σοῦ διώξῃ τάχα τὸ μαράζι;
Μήπως τὸ κρίνο ἀπ ̓ τὸ ̓Ιρὰν ποὺ τοῦ ματιοῦ σου μοιάζει;
Μήν ὁ καρπὸς ἀπ’ τὸ δεντρὶ
ποὺ μέσ’ στὴ μουσουλμανικὴ παράδεισο φυτρώνει,
κ’ ἕν’ ἄλογο χρόνια ἑκατὸ κι ἂν πηλαλάει, δὲ σώνει
μέσ’ ἀπ ̓ τὸν ἴσκιο του νὰ βγῇ;
Μὴ τὸ πουλὶ ποὺ κελαϊδάει στὸ δάσος νύχτα μέρα
καὶ μὲ τὴ γλύκα του περνάει καὶ ντέφι καὶ φλογέρα;
Τί θὲς κι ἀπ’ ὅλα τ’ ἀγαθὰ
τοῦτα; Πὲς! Τ’ ἄνθος, τὸν καρπό; θὲς τὸ πουλί; -Διαβάτη,
μοῦ κράζει τὸ ᾽Ελληνόπουλο μὲ τὸ γαλάζιο μάτι·
βόλια, μπαρούτη θέλω, νά!
Οἱ Ἕλληνες ἀπήντησαν στό φοβερό αὐτό γεγονός μέ μερικούς ἄνδρες καί ἕνα βαρκάκι μέ ἀρχηγό τόν μπουρλοτιέρη ἀπό τά Ψαρά, Κωνσταντίνο Κανάρη. Κατάφεραν νά πυρπολήσουν τήν Ναυαρχίδα πού παρέμεινε στὀ λιμάνι τῆς Χίου μετά τήν μεγάλη σφαγή, τήν νύχτα της 6ης προς 7η Ιουνίου 1822. Κάτι πού κατατάραξε τούς τούρκους.
Σύμφωνα μέ τόν Ἀγγλο ἱστορικό Τόμας Γκόρντον, ἡ πυρπόληση τῆς ναυαρχίδας «ἦταν ἕνα ἀπό τά πιό καταπληκτικά κατορθώματα πού ἀναφέρει ἡ ἱστορία» καί ὁ Κανάρης «ὁ πιό ἔξοχος ἐκπρόσωπος τοῦ ἡρωϊσμοῦ γιά τόν ὁποῖο ἡ Ἑλλάδα ὅλων τῶν ἐποχῶν μπορεῖ νά ὑπερηφανεύεται.